- θεωρημάτιον
- θεωρ-ημάτιον, τό, Dim. of θεώρημα, Arr. Epict.2.21.17,3.5.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεωρημάτιον — θεωρημάτιον, τὸ (Α) σύντομο θεώρημα, ευσύνοπτο θεώρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεώρημα (πρβλ. γεν. θεωρήματ ος) + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
θεωρημάτια — θεωρημάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)